- περίκυφον
- περίκυφοςbent all roundmasc/fem acc sgπερίκυφοςbent all roundneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίκυφος — ον, Α 1. (κυρίως για ποτήρι) αυτός που είναι εντελώς κοίλος 2. φρ. «περίκυφον ἔκπωμα» διπλό κύπελλο, δηλαδή ποτήρι κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί κανείς να πιει και από τις δύο πλευρές του, με την λαβή στη μέση, αμφικύπελλον*.… … Dictionary of Greek